ραγού

ραγού
το, Ν
άκλ. βλ. ραγκού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραγού — το (λ. γαλλ.), φαγητό από κρέας ή ψάρι με λαχανικά ή όσπρια και διάφορα καρυκεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραγκού — και ραγού, το, Ν άκλ. είδος εδέσματος που παρασκευάζεται από κρέας ή ψάρι βραστό με διάφορα καρυκεύματα, στο οποίο προστίθενται λαχανικά ή όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ragout < ρ. ragouter «διεγείρω, ξυπνώ την γεύση»] …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”